- λογογράφημα
- το (Α λογογράφημα) [λογογραφώ]νεοελλ.γραπτό κείμενο ή σύγγραμμα επιμελημένο ως προς το ύφος και τη μορφή, λογοτέχνημααρχ.σύγγραμμα σε πεζό λόγο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογογραφήμασιν — λογογράφημα prose work neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογραφήματα — λογογράφημα prose work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)